- προσερεύγομαι
- Α1. ρεύομαι προς την κατεύθυνση κάποιου2. (για κύμα) σπάω θορυβωδώς με αφρό.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἐρεύγομαι «ρέβομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσερυγόντα — προσερεύγομαι belch at aor part act neut nom/voc/acc pl προσερεύγομαι belch at aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσερύγῃ — προσερεύγομαι belch at aor subj mp 2nd sg προσερεύγομαι belch at aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσερεύγεται — προσερεύγομαι belch at pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσερυγγάνω — Α προσερεύγομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐρυγγάνω, αττ. τ. τού ἐρεύγομαι*] … Dictionary of Greek
προσερύγοι — προσερύγοῑ , προσερεύγομαι belch at aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)